ακατάβλητος

ακατάβλητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν εξασθένησε, ακαταπόνητος: Μ' όλες τις ταλαιπωρίες του είναι ακατάβλητος.
2. αυτός που δεν πληρώθηκε, δεν ξοφλήθηκε: Από το χρέος μένει ένα μέρος ακατάβλητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάβλητος — irrefragable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάβλητος — η, ο (Α ἀκατάβλητος, ον) [καταβάλλω] 1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος 2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί… …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάβλητον — ἀκατάβλητος irrefragable masc/fem acc sg ἀκατάβλητος irrefragable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάβλητοι — ἀκατάβλητος irrefragable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DEJICERE — verbum Sacrificiorum, pugnae, venationis, palaestrae. Flaccus Argonautic. l. 1. v. 189. et seqq. tibi caeruleis in littore vitis, Et Zephyris, Glaucosque bovem, Thetidique iuvencam Deicit Ancaeus Et l. 2. v. 329. etc. Protinus ingentem Procerum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …   Dictionary of Greek

  • άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά …   Dictionary of Greek

  • άτρυτος — ἄτρυτος, ον (Α) 1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος 2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος 3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»] …   Dictionary of Greek

  • αήττητος — η, ο (Α ἀήττητος και ἀήσσητος ον) [ἡττῶμαι] αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί, ανίκητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος …   Dictionary of Greek

  • αδάμαστος — η, ο (Α ἀδάμαστος, ον) 1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος 2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαμάζω. ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”